- παρεισδύνω
- 3921 παρεισδύνω{с.гл., 1}проникать тайно, вкрадываться, проскальзывать (Иуд. 1:4).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
παρεισδύνω — βλ. παρεισδύω … Dictionary of Greek
παρεισδῦναι — παρεισδύνω slip in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδύνει — παρεισδύ̱νει , παρεισδύνω slip in aor subj act 3rd sg (epic) παρεισδύ̱νει , παρεισδύνω slip in pres ind mp 2nd sg παρεισδύ̱νει , παρεισδύνω slip in pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδύνουσιν — παρεισδύ̱νουσιν , παρεισδύνω slip in aor subj act 3rd pl (epic) παρεισδύ̱νουσιν , παρεισδύνω slip in pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρεισδύ̱νουσιν , παρεισδύνω slip in pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδύω — ΝΜΑ και παρεισδύνω ΜΑ εισέρχομαι χωρίς να γίνω αντιληπτός ή με επιτηδειότητα και δόλο ή κατά λάθος αρχ. 1. εισδύω και βαθμηδόν εξαπλώνομαι («παρεισέδυ εἰς τὴν πόλιν ἀργύρου καὶ χρυσοῡ ζῆλος», Πλούτ.) 2. εισέρχομαι στο βάθος τών νοημάτων, κατανοώ… … Dictionary of Greek
ՍՊՐԴԵՄ — (եցի.) NBH 2 0740 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 10c ն. παρεισάγω insinuo, clam introduco. իբր Սպրդեցուցանել. յարամրի ի ներքս մուծանել. *Ոչ ոք անդ մտանէ յարհամարհողացն, թէ եւ աստուստ զինքն սպրդիցէ, սնոտի յուսով խաբեալք. Նար. երգ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
παρεισδύναι — παρεισδύ̱ναῑ , παρεισδύνω slip in aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδύναντες — παρεισδύ̱ναντες , παρεισδύνω slip in aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδύνειν — παρεισδύ̱νειν , παρεισδύνω slip in pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδύνοντες — παρεισδύ̱νοντες , παρεισδύνω slip in pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεισδύνοντος — παρεισδύ̱νοντος , παρεισδύνω slip in pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)